υατσίνθι
Смотреть что такое "υατσίνθι" в других словарях:
υατσίνθι — το, Ν βοτ. άλλη κοινή ονομασία τού φυτού πολιοανθές, γνωστού και ως ταμπερόρριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υάκινθος, με τσιτακισμό] … Dictionary of Greek
υατσίνθι — το, Ν βοτ. άλλη κοινή ονομασία τού φυτού πολιοανθές, γνωστού και ως ταμπερόρριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υάκινθος, με τσιτακισμό] … Dictionary of Greek